ατηγάνητος

ατηγάνητος
και ατηγάνιστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει
2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος
3. ακατάλληλος για τηγάνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α- στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α- στερ. + τηγανητός < τηγανιστός, κατά το ψητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατηγάνιστος — ατηγάνιστος, η, ο και ατηγάνητος, η, ο αυτός που δεν τηγανίστηκε καθόλου ή δεν τηγανίστηκε καλά: Τα ψάρια στέκονται ακόμη ατηγάνιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”